- αριστοκρατίζω
- 1. μιμούμαι τους αριστοκράτες, προσπαθώ να φαίνομαι αριστοκράτης2. είμαι οπαδός της πολιτειακής θεωρίας της αριστοκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.